Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Ένα βυζαντινό νοσοκομείο του 12ου αιώνα : Η ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η οργανωμένη κοινωνική πρόνοια του Βυζαντίου κατασκεύασε φιλανθρωπικά ιδρύματα τα οποία πρώτη φορά είδε ο κόσμος
Ένα βυζαντινό νοσοκομείο του 12ου αιώνα : Η μονή Παντοκράτορος στην Πόλη
Η ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ Σήμερα 
Τσιόπας Ζήσης -Πτυχιούχος ιστορίας – αρχαιολογίας. Κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος βυζαντινής ιστορίας,  (Βυζαντινών ιστορικά)

             Η ύπαρξη νοσοκομείων στη βυζαντινή αυτοκρατορία έχει μακρά παράδοση. Ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα ο Μέγας Βασίλειος δημιουργεί το πρώτο νοσοκομείο – «ξενών» όπως χαρακτηριστικά ονομάζονταν τα νοσοκομεία εκείνη την εποχή – στην πατρίδα του την Καισαρεία της Καππαδοκίας. Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων νέα νοσοκομειακά ιδρύματα θα κάνουν την εμφάνιση τους τόσο στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη όσο και στις επαρχίες. Η πρωτοβουλία για την κατασκευή τους προέρχονταν είτε από τους αυτοκράτορα, είτε από την εκκλησία ή ακόμα και από ιδιώτες.
             Τα νοσοκομεία συνήθως ήταν συνδεδεμένα με εκκλησιαστικά ιδρύματα και λειτουργούσαν κυρίως μέσα στα πλαίσια των μοναστηριών. Ένα από τα πιο διάσημα νοσοκομεία («ξενών») της βυζαντινής πρωτεύουσας ήταν αυτό του Χριστού Παντοκράτορα το οποίο λειτουργούσε μέσα στα πλαίσια του ομώνυμου μοναστηριακού συγκροτήματος. Η μονή του Παντοκράτορος, η οποία περιλάμβανε τρεις εκκλησίες (Παντοκράτορα, Ελεούσας, Αρχαγγέλου Μιχαήλ) χτίστηκε με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143) και της συζύγου του Ειρήνης, μεταξύ των ετών 1118-1136. Εκτός από το νοσοκομείο το μοναστήρι διέθετε ένα γηροκομείο καθώς και ένα λεπροκομείο, το οποίο όμως βρισκόταν σε διαφορετική τοποθεσία.
              Η λειτουργία και η δομή του νοσοκομείου καθορίζεται ιδιαίτερα επιμελώς μέσα στο τυπικό του μοναστηριού, το οποίο υπογράφει ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Η οργάνωση του θυμίζει σε πολλά σημεία σύγχρονα νοσοκομεία, γεγονός που αποδεικνύει την ιδιαίτερη φροντίδα που απέδιδαν στην υγεία και στην περίθαλψη οι βυζαντινοί μας πρόγονοι.
              Το νοσοκομείο διέθετε πέντε θαλάμους με χωρητικότητα πενήντα κλίνες• δέκα απ’ αυτές προορίζονταν για ασθενείς με πληγές και κατάγματα, οκτώ για όσους υπέφεραν από παθήσεις του ματιού, του στομαχιού ή από άλλες διάφορες επώδυνες ασθένειες. Για τις γυναίκες ασθενείς προβλέπονταν χωριστός αριθμός δώδεκα κλινών ενώ τα υπόλοιπα κρεβάτια θα ήταν για τους ελαφρά αρρώστους. Επιπλέον μέσα σε κάθε θάλαμο θα υπήρχε ακόμα ένα εφεδρικό κρεβάτι ενώ έξι ακόμα κρεβάτια θα βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα για να τοποθετηθούν ασθενείς, οι οποίοι ήταν αδύνατο να μετακινηθούν οπότε θα τα μετέφεραν δίπλα τους. Κάθε κλίνη διέθετε ψάθα, στρώμα και τρεις κουβέρτες τα λεγόμενα «ιοσνίκια» σκεπάσματα φτιαγμένα από μαλλί κατσικιού.
             Το προσωπικό του νοσοκομείου ήταν υποχρεωμένο να προμηθεύει τους φτωχότερους ασθενείς ή τους πολύ βαριά αρρώστους με νέα ρούχα για όσο διάστημα κρατούσε η νοσηλεία τους. Τα προσωπικά ρούχα του κάθε ασθενούς καθαρίζονταν και του επιστρέφονταν μετά το τέλος της παραμονής του στο νοσοκομείο. Μόνο οι φτωχοί μπορούσαν να κρατήσουν τα ρούχα του νοσοκομείου και μετά το τέλος της νοσηλείας τους. Επίσης όλα τα είδη ιματισμού αλλά και τα στρώματα, τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια ανανεώνονταν κάθε χρόνο με νέα. Όσα απ’ αυτά τα παλαιά είδη μπορούσαν να ξαναχρησιμοποιηθούν φυλάσσονταν ενώ τα υπόλοιπα μοιράζονταν στους φτωχούς.
             Το ιατρικό προσωπικό : Οι γιατροί αλλά και οι βοηθοί τους ήταν κατανεμημένοι στους πέντε θαλάμους του νοσοκομείου. Σε κάθε αντρικό θάλαμο υπηρετούσαν δύο γιατροί, τρεις εξειδικευμένοι βοηθοί, δύο επικουρικοί (εφεδρικοί) βοηθοί και δύο νοσοκόμοι. Για το γυναικείο θάλαμο είχαν οριστεί τρεις γιατροί (δύο άντρες και μία γυναίκα), τέσσερις εξειδικευμένες γυναίκες βοηθοί, δύο επικουρικές και δύο νοσοκόμες. Επίσης υπήρχαν τέσσερις επιπλέον γιατροί (δύο παθολόγοι και δύο χειρουργοί), για τον τομέα των «εξωτερικών ιατρείων». Στο έργο τους συνεπικουρούνταν από τέσσερις εξειδικευμένους βοηθούς και ισάριθμους εφεδρικούς.
              Οι γιατροί των θαλάμων ονομάζονταν «πρωτομενίται». Ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες, οι οποίες εναλλασσόταν κάθε μήνα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Απαγορεύονταν ρητά στους γιατρούς να αναλάβουν οποιαδήποτε υπηρεσία εκτός νοσοκομείου ακόμα και αν αυτή σχετίζονταν με τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Γενικά απαγορευόταν στους γιατρούς να ασκούν τα καθήκοντα τους σε πρόσθετες αποστολές εκτός του νοσοκομείου.
             Οι δύο γιατροί που υπηρετούσαν στους θαλάμους είχαν στη διάθεσή τους και δύο «πριμικήριους». Για ένα μήνα ένας από τους δύο «πριμικηριόυς» έπρεπε κάθε μέρα να επιτηρεί την κατάσταση των ασθενών, να ελέγχει αν η πορεία της θεραπείας τους βαίνει καλώς και να διορθώνει τυχόν λάθη και παραλείψεις που θα μπορούσαν να προκύψουν. Όφειλε επίσης να ελέγχει το ψωμί αλλά και οτιδήποτε άλλο δινόταν καθημερινά στους ασθενείς. Επιπλέον κάθε φορά που ερχόταν ένας βαρεία άρρωστος, ο γιατρός, ο οποίος τον αναλάμβανε αρχικά, έπρεπε να δώσει πλήρη αναφορά στον «πριμικήριο» για την κατάσταση του και κατόπιν με εντολή του τελευταίου ένας νέος γιατρός αναλάμβανε τη φροντίδα του ασθενούς.
             Εκτός από τους «πριμικηρίους» στους θαλάμους κοντά στους γιατρούς υπηρετούσαν ένας δάσκαλος της ιατρικής τέχνης. Ο δάσκαλος όφειλε να εκπαιδεύσει τους νεαρούς γιατρούς στις γνώσεις της ιατρικής επιστήμης λαμβάνοντας χορηγία σε χρήματα, φαγητό κτλ, για την εργασία του.

                                  Το διοικητικό και εργατικό προσωπικό
             Επικεφαλής του νοσοκομείου ήταν ο «νοσοκόμος» (κάτι ανάλογο με ένα διευθυντή ή πρόεδρο ενός σημερινού νοσοκομείου), ο οποίος μαζί με τον επιστάτη φρόντιζαν να προμηθεύονται σε επαρκείς ποσότητες όλα τα απαραίτητα είδη που χρειάζονταν το νοσοκομείο και να διανέμουν σε αφθονία όλα τα αναγκαία στους ασθενείς.
             Το νοσοκομείο διέθετε τέσσερις φαρμακοποιούς (ένας «αρχιφαρμακοποιός» και τρεις ειδικοί επί των φαρμάκων) καθώς και δύο βοηθούς τους, ένα θυρωρό, πέντε γυναίκες, οι οποίες εργάζονταν στα πλυντήρια, έναν άνδρα επισταμένο για τη συνεχή ύπαρξη ζεστού νερού, δύο μαγείρους, δύο φουρνάρηδες, ένα μυλωνά, ένα σταβλίτη, ό οποίος θα είχε την ευθύνη για τα άλογα των γιατρών και παράλληλα θα εργαζόταν και στο μύλο, ένα φρουρό για την πύλη, ένα προμηθευτή των αναγκαίων ειδών, τρεις ιερείς (ένας θα ήταν υπεύθυνος για τις εξομολογήσεις των ετοιμοθάνατων και ένας άλλος για τις κηδείες), δύο αναγνώστες εκκλησιαστικών κειμένων, τέσσερις νεκροθάφτες και έναν καθαριστή των αποχετεύσεων.
         Το τυπικό του μοναστηριού καθόριζε τις μερίδες φαγητού για κάθε ασθενή, τη χρηματική βοήθεια που καθένας τους θα έπαιρνε από το νοσοκομείο αλλά και την τροφοδοσία του προσωπικού (βοηθούς, νοσοκόμους, υπηρέτες). Επίσης από το τυπικό λαμβάνονταν φροντίδα τόσο για την ατομική καθαριότητα των ασθενών, η οποία αποτελούσε ευθύνη του προσωπικού όσο και για την ύπαρξη ειδών καθαριότητας (πετσέτες, λεκάνες) και μαγειρικών σκευών. Επιπλέον – σύμφωνα πάντα με το τυπικό – ο νοσοκόμος και ο επιστάτης θα εφοδιάζονταν με χρήματα, τρόφιμα και όλα τα απαραίτητα παντοειδή υλικά για να ανταποκριθούν στις άμεσες ανάγκες του νοσοκομείου. Όλα τα μέλη του προσωπικού πληρώνονταν κανονικά (τα ποσά για κάθε εργασιακό πόστο ορίζονταν μέσα στο τυπικό) για την εργασία τους μέσα στο νοσοκομείο.
             Η οργάνωση, η δομή και η λειτουργία του νοσοκομείου της μονής Παντοκράτορα μας αποκαλύπτουν την ύπαρξη μιας πρότυπης μονάδας περίθαλψης μέσα στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς αν το συγκεκριμένο νοσοκομείο ήταν στα πρότυπα των υπόλοιπων βυζαντινών νοσοκομείων. Από τις διατάξεις ωστόσο του τυπικού, οι οποίες καθορίζουν και την παραμικρή λεπτομέρεια για τη φροντίδα των ασθενών και τη δράση του προσωπικού (γιατρών, νοσοκόμων, βοηθών, υπηρετών κτλ) μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Κωνσταντινούπολη διέθετε ίσως το κορυφαίο νοσοκομείο στην μεσαιωνική Ευρώπη του 12ου αιώνα.


ΜΑΓΝΑΥΡΑ: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΟ  ΠΑΝΔΙΔΑΚΤΗΡΙΟ ΤΗΣ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(Από:  ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ)

 Το Πανδιδακτήριο ήταν εκπαιδευτικό ίδρυμα (σχολή) ανώτατης εκπαίδευσης, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο. Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την αιγίδα των Αυτοκρατόρων. Κατά τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκε στον περίβολο του παλατιού, στη Μαγναύρα( μεγάλη αυλή),σε μια από τις πολυτελέστατες οικοδομές των βασιλικών παλατιών του Βυζαντίου, γι αυτό και αναφερόταν ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Η λειτουργία του σταμάτησε οριστικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
 Μέσα από το αυτό το πανεπιστήμιο της αυτοκρατορίας αναδείχτηκαν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι από τον χώρο των επιστημών αλλά και της θεολογίας. Ένας από τους ανθρώπους που συντέλεσε στην ίδρυση του ήταν η Πουλχερία, αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μια ευσεβής  γυναίκα καθώς και η Ευδοκία, (Αθηναΐς), σύζυγός του αυτοκράτορα, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτορίου, Κύρο Πανοπολίτη, γνωστό τότε Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 425, εκδόθηκε το πρώτο σχετικό διάταγμα από τον Θεοδόσιο το Β' που ρύθμιζε τις λεπτομέρειες λειτουργίας της Σχολής.


 Τα πρώτα μαθήματα που διδάσκονταν στο Πανδιδακτήριο, που λειτουργούσε  σαν ανεξάρτητο πνευματικό ίδρυμα ήταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Την ίδια περίοδο στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία πνευματική αλλά και συγγραφική δραστηριότητα, (ευρωπαϊκός μεσαίωνας). Στην εποχή του Ιουστινιανού αναβαθμίστηκε η Νομική Σχολή, η οποία απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε, ενώ την ίδια περίοδο στην Πατριαρχική Σχολή διδασκόταν η θεολογία. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Φωκά, (602-610), το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του αλλά γρήγορα επαναλειτούργησε υπό τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα για να εποπτεύσει στην αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου.  

                     Ο 9ος αιώνας είναι εποχή μεγάλης ακμής στην οικονομία, τερματίζεται η εικονομαχική περίοδος, αντιμετωπίζονται οι εχθρικές επιθέσεις. Με την καλυτέρευση λοιπόν αυτών των συνθηκών, δίνεται βάρος στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών.  Ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και Καίσαρας μετά το 862,  προχωρεί στην αναδιοργάνωση του Πανδιδακτηρίου και στην μετεγκατάσταση  στο ανάκτορο της Μαγναύρας. Η Ανώτατη Σχολή Μαγναύρας   ήταν  ήταν υπό τη διεύθυνση του Μαθηματικού Λέοντα που δίδασκε φιλοσοφία και μαθηματικά, γεωμετρία δίδασκε ο μαθητής του Θεόδωρος,  αστρονομία ο Θεοδήγιος και  γραμματική  ο Κομητάς. Σημαντική θέση στην Ανώτατη Σχολή είχαν επίσης ο Μέγας Φώτιος και  ο διαφωτιστής των Σλάβων Κύριλλος. Και οι δύο μαζί με τον καίσαρα  Βάρδα διαμόρφωσαν την πολιτική του εκχριστιανισμού των Σλάβων και επεξεργάστηκαν την δημιουργία ενός Σλάβικου αλφαβήτου.
     Η ανώτατη αυτή σχολή έπαιξε τεράστιο ρόλο στη διατήρηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και των επιστημών και βοήθησε την μεταπήδηση του πνεύματος και  της γνώσης στην Δυτική Ευρώπη, κάτι  που τελικά οδήγησε στην Αναγέννηση.
 Όλοι αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι  του Πανεπιστημίου της Μαγναύρας συνδέονταν μεταξύ τους με στενούς προσωπικούς δεσμούς. Συναντιόντουσαν στη βιβλιοθήκη του Μεγάλου Φωτίου, όπου συζητούσαν θέματα θρησκευτικά, φιλοσοφία, ποίηση έργα του Πλάτωνα και Αριστοτέλη, Λογική, Μαθηματικά, Φυσική και Αστρονομία, δηλαδή όλο το φάσμα του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας. Μέσω της Σχολής και ιδιαίτερα μέσω του  Φωτίου και του Αρέθα οφείλουμε την διάσωση πολλών κειμένων με την συγκέντρωση στις βιβλιοθήκες τους έργων της αρχαίας Ελληνικής περιόδου. Μαζί με τον  πατριάρχη Φώτιο στη Σχολή δίδασκε και ο Αρέθας, μαθητής και συνεχιστής του έργου του. 
 Το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά τους διδάσκοντες και τους σπουδαστές. Αναφέρεται ότι την εποχή εκείνη δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά. Τον 11ο αιώνα ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ενδιαφέρθηκε για την διεύρυνση των σπουδών στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον», (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο «Διδασκαλείο των Νόμων». Στο Γυμνάσιο, δηλαδή στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής, («Ύπατος των Φιλοσόφων»), τοποθετήθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους. Μετά την περίοδο της φραγκοκρατίας και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, το 1261, ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος, (1261-1282), ανέθεσε την διεύθυνση του πανεπιστημίου της Μαγναύρας στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της Αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη, τη διδασκαλία της λεγόμενης «τετρακτύος», (δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) στο αποκαλούμενο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ
ΜΑΓΝΑΥΡΑ



Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΑ

     
Με την δέουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα γιορτάσθηκε η μνήμη του Αγίου και θεοφόρου πατρός ημών Αθανασίου του Μεγάλου στην κωμόπολη της Χαλανδρίτσας, έδρας του Δήμου Ερυμάνθου.
Στον πανηγυρικό εσπερινό χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ.
       Ο Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου Χαλανδρίτσης, κτίσμα του 11ου αιώνος, αναικαινίσθη τους τελευταίους μήνες και αποκαταστάθηκε στην πρώτη του μορφή, τη προνοία και τη συμβολή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας.
       Ο Ναός κατακλύσθηκε από πιστούς και από εκπροσώπους των φορέων της περιοχής και με την παρουσία του Δημάρχου Ερυμάνθου κ. Αθανασίου Καρπή.
       Στην εμπνευσμένη ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας αναφέρθηκε στους αγώνες του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου για την πίστη μας και την κατατρόπωση των δοξασιών του αιρεσιάρχου Αρείου, του οποίου δυστυχώς αιρετικές διδασκαλίες έχουν υιοθετηθεί και από σύγχρονες αιρέσεις, όπως του χιλιασμού και προτεσταντικών παραφυάδων.  
     Τέλος ευχαρίστησε και επήνεσε τον Πρωτοπρεσβ. π. Δημήτριο Παπαγεωργίου, έχοντα την ευθύνη της ενορίας, αλλά και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο για το επιτελούμενο έργο.
Ανήμερα στην εορτή τελέσθηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Πανοσιολ. Αρχιμ.  π. Κωνσταντίνου Θεοδωροπούλου, ο οποίος με απλότητα, αλλά και με μεστό λόγο, αναφέρθηκε στη μεγάλη προσωπικότητα του Αγίου Αθανασίου και στα μηνύματα που εκπέμπει η εορτή του στον σημερινό άνθρωπο. 

       Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας και με σύμμαχο τον καιρό, τελέσθηκε Ιερά Λιτανεία μέσα στην ενορία, στην οποία συμμετείχε όλο το εκκλησίασμα.

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

ΚΟΠΗ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΗΣ

       Τήν Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018 στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Χαλανδρίτσης, μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα πραγματοποιήθηκε η τελετή της κοπής της Βασιλόπιτας  των μαθητών του κατηχητικού Σχολείου της ενορίας. 
Την ακολουθία τέλεσε ο προσωρινός εφημέριος του Ιερού Ναού Πρωτοπρεσβ. π. Δημήτριος Παπαγεωργίου, ο οποίος ευχήθηκε  ευχήθηκε  στα παιδιά τα χρόνια πολλά, να είναι χαρούμενος, ειρηνικός και καρποφόρος ο νέος χρόνος. Έδωσε συγχαρητήρια στα παιδιά  για την αγάπη τους στο κατηχητικό Σχολείο το οποίο παρακαλουθούν ανελλιπώς και με μεγάλο ενδιαφέρον. 
Επίσης συνεχάρη για το έργο τους και τους Κατηχητές  Δημήτριο και Πελαγία Αγγελακοπούλου. 
      Το φλουρί έπεσε στη μαθήτρια Αθηνά Αποστολοπούλου και το έπαθλο ήταν ένα βιβλίο για τον Άγιο Ανδρέα. Όλοι οι μαθητές πήραν ένα συμβολικό δώρο.